- ἀμφήκει
- ἀμφήκηςtwo-edgedmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)ἀμφήκηςtwo-edgedmasc/fem/neut dat sgἀμφήκεϊ , ἀμφήκηςtwo-edgeddat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχισμός — ο, ΝΑ [σχίζω] νεοελλ. (ορυκτ. κρυσταλλ.) η τάση μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες αρχ. σχίσιμο, πληγή («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek